θεριακλής

θεριακλής
Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Κυριάκος. Ναυμάχος από την Κωνσταντινούπολη. Πήρε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις και τραυματίστηκε κοντά στην Άνδρο. Διετέλεσε γραμματέας ρωσικού σκάφους κατά τη ναυμαχία του Ναυαρίνου (1827). Μετά την απελευθέρωση υπηρέτησε σε διάφορες κρατικές υπηρεσίες. Έζησε έως το 1865 ως προϊστάμενος τελωνείου. 2. Νικόλαος. Καταγόταν από τα Αλάτσατα της Μικράς Ασίας. Πήρε μέρος σε διάφορες επιχειρήσεις του αγώνα. Σκοτώθηκε πολεμώντας στα Ψαρά το 1824. 3. Χαράλαμπος. Καταγόταν από τον Πλαταμώνα. Πολέμησε γενναία σε διάφορες μάχες. Σκοτώθηκε πολεμώντας στη Χίο.
* * *
ο, θηλ. θεριακλού και θεριακλίδισσα
1. αυτός που κάνει χρήση θηριακής, ο οπιομανής
2. αυτός που αγαπά με πάθος κάτι, ο μανιώδης για κάτι («θεριακλής τού καφέ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θεριακλής ή τεριακλής < τουρκ. tiryak-li < περσ. tiryāk ή taryāk «όπιο» (πρβλ. περσ. tiryā «οπιομανής», τουρκ. tiryakilik «θεριακλίκι»). Ίδια προέλευση έχει πιθ. και η λ. θηριακή, φάρμακο γνωστό από τον 1ο μ.Χ. αιώνα (πρωτομαρτυρείται από τον γιατρό Διοσκουρίδη τον Αναζαρβέα και πρωτοχρησιμοποιήθηκε πιθ. από τον βασιλιά τού Πόντου Μιθριδάτη), δεδομένου ότι κύριο συστατικό του ήταν το όπιο. Στη λ. θηριακή έχει επιδράσει παρετυμολογικά και η λ. θηρίο «δηλητηριώδες φίδι». Από αυτήν προήλθαν και τα λατ. theriaka, γαλλ. theriaque, ρωσ. teriyak, περσοαραβ. tiryāq].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θεριακλής — ο (λ. τουρκ.), πληθ. ήδες, θηλ. θεριακλίδισσα και θεριακλού μανιώδης σε κάτι (κάπνισμα, πιοτό κτλ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τεριακλής — ο, Ν ο θεριακλής. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θεριακλής] …   Dictionary of Greek

  • θεριακλίκι — και τεριακλίκι, το [θεριακλής] η ιδιότητα τού θεριακλή, το πάθος για κάτι, η μανία για κάτι …   Dictionary of Greek

  • καραγκιόζης — Ελληνική παραλλαγή του θεάτρου σκιών, μιας τέχνης που είναι διαδεδομένη σε ολόκληρη την Ανατολή, με κεντρικό ήρωα την ομώνυμη φιγούρα. Η καταγωγή του Κ. παραμένει αδιευκρίνιστη. Έρευνες που έχουν διεξαχθεί κατά καιρούς έχουν επιχειρήσει να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”